- επικριδόν
- ἐπικριδὸν (Α)επίρρ. κατ’ εκλογήν («ἐπικριδόν ἱρεύσαντο μῆλα» — διάλεξαν πρόβατα και τά έσφαξαν, Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. κρι- τού ρ. κρίνω (πρβλ. κέ-κρι-κα) + κατάλ. -δον, που δηλώνει τρόπο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικριδόν — choosing out indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)